[.. Πέρα από τις όποιες ενστάσεις μπορούμε να έχουμε για την συγκρότηση της αθηναϊκής κοινωνίας, ξετυλίγεται μπροστά μας ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι πέρα από την αντίληψη του τι είναι καλό ή κακό, που σταματά περίπου στο νηπιαγωγείο του σήμερα, αφού είναι έργο της μητέρας, της τροφού, του παιδαγωγού και του πατέρα, η εκπαίδευση ξεκινά με τέσσερις κατηγορίες δασκάλων. Τους γραμματιστές, που μαθαίνουν στα παιδιά γραφή, ανάγνωση, προφανώς αριθμητική, τους κιθαριστές, που εκπαιδεύουν στην τέχνη της κιθάρας και του αυλού
[1], αλλά κυρίως στη ρυθμική αγωγή («ρύθμιον») και την αρμονία και την απομνημόνευση της επικής και λυρικής ποίησης, δηλαδή των έργων που συνοδεύονταν εναρμόνια με την κιθάρα, και μετά οι παιδοτρίβες (γυμναστές) που γυμνάζουν τους νέους στα γυμνικά αθλήματα (δρόμο, άλμα ρίψεις κλπ.) εντός του γυμνασίου και στα δυναμικά (πάλη, παγκράτιο) που γίνεται στην παλαίστρα. Ακολούθως, με τα εφόδια αυτά ο νέος θα ανέπτυσσε τη γνώση του με τη διδασκαλία των φιλοσόφων (σοφιστών) που γινόταν στο Γυμνάσιο και την Παλαίστρα, και παρακολουθούσε τη διδασκαλία της Αρχαίας Τραγωδίας στους χορηγικούς δραματικούς αγώνες και θα συμμετείχε μετά τη στρατιωτική εκπαίδευση αμειβόμενος στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου.
Βλέπουμε ότι το αντικείμενο ήταν η πρόσληψη κυρίως άχρηστων γνώσεων. Βέβαια, δεν έχουμε συστηματοποίηση της παραγωγής ή αδυσώπητο εγκλωβισμό στην επαναληψιμότητα κλπ. που αποτελούν αυτά που είναι κυρίαρχα σήμερα και κατά το Μαξ Βέμπερ συγκροτούν την προτεσταντική αντίληψη του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Μπορεί όμως να στέκεται πάντα ως οδηγός για τη δημιουργία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου.
Για να δούμε πως εντοπίζεται το ζήτημα αυτό στην ελληνική εκπαίδευση. Η μονοτονική γραφή έχει φέρει, μια στρεβλή αντίληψη για τη γραφή και τη γραμματική, και αρκετές δεκάδες κανόνες, φτιαχτούς και άχρηστους, και πολύ πιο δύσκολους από εκείνους της πολυτονικής και της ιστορικής ορθογραφίας. Φαντάζουν μυστηριώδη και ακατανόητα τα φθογγικά πάθη, η αλλαγή των συμφώνων στις δασυνόμενες σύνθετες λέξεις, που λόγω απουσίας του τονικού συμβόλου ή του πνεύματος αναπληρώνονται από μία ιερογλυφική αντίληψη της γραμματικής. Το ίδιο η απαρεμφατική σύνταξη (απαγορεύεται το κάπνισμα), όπως και το μεγάλο πρόβλημα της σύνταξης των αντικειμένων στην ορθή πτώση, στο εμπρόθετο μετά την κατάργηση της δοτικής, την αναγνώριση και την τοποθέτηση του επιρρήματος, τη συμφωνία κατά αριθμό και πτώση του επιθέτου με το ουσιαστικό. Αυτό αντανακλάται και στη σκέψη. Φαίνεται στα μαθηματικά αυτή η στρέβλωση, όπου τα απλούστατα σύμβολα της Άλγεβρας και της Φυσικής δεν διδάσκονται ορθά με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει η μεταφορά στην απλότητα και μεγαλοφυΐα της μαθηματικής επαγωγικής σκέψης. Το ίδιο και στη Χημεία. Τα ωραία προβλήματα που μας εξασκούσαν την παρατηρητικότητα και την πρακτική σκέψη με τη γεωμετρία και τη στερεομετρία διδάσκονται με ακατανόητο και βασανιστικό τρόπο. Δε μιλάω για στοιχειώδεις γνώσεις λογοτεχνίας, ιστορίας και γεωγραφίας. Εκεί υπάρχει ζοφερή άγνοια.
Μα πως και τα άμοιρα παιδιά να βρουν ενδιαφέρον για να μάθουν; Με τα τερατώδη ακατανόητα βιβλία; Αρχίζοντας μια φορά στο δημοτικό φτάνουν κάπου στην Στ’ Δημοτικού. Από εκεί ξαναρχίζουν πιο οργανωμένα. Ποια είναι η κατάληξη;
Η πλειοψηφία των αποφοίτων της θεωρητικής κατεύθυνσης δεν μπορεί να προσεγγίσει ένα πρόβλημα ευκλείδειας γεωμετρίας που βασίζεται στο πυθαγόρειο θεώρημα, μια απλή ανίσωση. Οι απόφοιτοι της θετικής κατεύθυνσης δεν παίρνουν μυρωδιά από ιστορία, και φιλοσοφία. Τα παιδιά μας αρχίζουν να διδάσκονται από την Πρώτη Δημοτικού Αγγλικά και από την Τετάρτη δεύτερη ξένη γλώσσα. Κανονικά στην Τρίτη Γυμνασίου έπρεπε να είναι ικανά όλα να ανταποκριθούν σε εξέταση επιπέδου C1 στα αγγλικά και να μπορούν να διαβάζουν αν όχι Μπάιρον και Τζον Λοκ, τουλάχιστον δοκιμιακά κείμενα και τον τύπο στα Αγγλικά, και στη δεύτερη γλώσσα Β2. Χωρίς φροντιστήριο όμως δεν μπορούν να πουν ούτε καλημέρα και το κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας είναι επιστημονική φαντασία.
Στη φιλοσοφία έχουν μεσάνυχτα. Ιστορία ευρωπαϊκή δεν το συζητώ, Βυζαντινή σπαράγματα, αρχαία και μυθολογία κάποια ελάχιστα πράγματα, νεώτερη σχεδόν τίποτα, ότι μαθαίνουν από την τηλεόραση. Χημεία και φυσική στο πρακτικό ζήτημα π.χ. να αλλάξουμε μια λάμπα κλείνοντας το διακόπτη, με πρακτική διδασκαλία μεταδίδουμε κόλπα.
Και εν τέλει φτάνουμε στο δύσκολο. Στο λόγο. Δεν θα μιλήσω ότι αγνοούμε βασική λογοτεχνία και ποίηση. Αλλά για την έκφραση η εκμάθηση της οποίας γίνεται χωρίς την αναφορά σε λογοτεχνικό υπόδειγμα, τελείως μηχανιστικά και τεχνοκρατικά με τη λεγόμενη «έκθεση». Τις προηγούμενες γενιές τις ταλαιπώρησε ο λεγόμενος δοκιμιακός λόγος. Μάθαμε λοιπόν σε μια ουδέτερη χρήση της γλώσσας χωρίς συναίσθημα. Άλλοι θεωρώντας ότι η ιδεατή γλώσσα ήταν η γλώσσα του Μάριου Πλωρίτη και άλλοι η γλώσσα του Κορδάτου. Χωρίς μέσες οδούς. Και καταλήγουμε σε μία ξύλινη κουραστική γλώσσα, με ή χωρίς γλωσσικές ακρότητες. Η σύγχρονη λογογραφία μισεί τη λογοτεχνία.
Δεν μάθαμε ότι το κείμενο χρειάζεται συγκεκριμένη έκταση και πλάνο, επομένως είτε γράφουμε σχοινοτενή κείμενα, όπου το ζουμί είναι μία παράγραφος, γιατί δεν μπορούμε να στήσουμε από δίπλα μια παράγραφο πριν που να εντοπίζει το πρόβλημα , μια άλλη να το τοποθετεί, μια άλλη να εξηγεί τη θέση μας και μια τελευταία που να καταλήγει προτασιακά, καταγγελτικά ή διαπιστωτικά. Και εδώ φαίνεται η αμηχανία περί τη διδασκαλία της γλώσσας, άρα και της οργάνωσης της σκέψης.
Ακόμη και όταν μάθαμε να κάνουμε ένα πλάνο, χωρίς στοιχειώδη γνώση της φιλοσοφίας, άρα και χωρίς ιδεολογικό αξιακό υπόβαθρο, για βασικά υπαρξιακά ερωτήματα, δεν μπορούμε να εκφράσουμε αυτό που θέλουμε και να καταλήξουμε σε συμπέρασμα. Και φτάνουμε στα πλέον τραγικά, τα οποία προκύπτουν από την απουσία της διδασκαλίας της Λογικής και της Ρητορικής. Η άγνοια της Λογικής, αντανακλά το κωμικοτραγικό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Η άγνοια της παραλληλίας, τη υπαλληλίας, και της δόμησης του συλλογισμού μας υποχρεώνει στην ανάγνωση και την ακρόαση, άρα και στην εκπαίδευση σε ένα λόγο χωρίς αρχή μέση και τέλος. Το ερώτημα δεν απαντάται, αφού ο απαντών εστιάζει λόγω αδυναμίας κατανοήσεως σε άλλο ζήτημα από εκείνο που εντοπίζει η ερώτηση, και όταν απαντάται αυτό γίνεται με ένα τρόπο παράλογο, όπου το επιεικέστερο λογικό μειονέκτημα είναι η κυκλική απόδειξη, ο φαύλος κύκλος, όπου ο συλλογισμός δομείται προϋποθέτοντας το αποδεικτέο γεγονός ως αποδεδειγμένο.
Στις περιπτώσεις πάλι που έχουν ξεπεραστεί, από εξωγενείς παράγοντες αυτά τα προβλήματα, εκεί η άγνοια της ρητορικής δημιουργεί άλλα προβλήματα. Δεν μπορεί να διατυπωθεί όχι οραματικός, αλλά ούτε υψηλός λόγος. Δεν μπορεί ο ρήτορας να απευθυνθεί στο κοινό διατηρώντας το ενδιαφέρον του με κάποια λεκτικά σχήματα, ή οδηγώντας στον ενθουσιασμό που επιφέρει η επικοινωνία σε μια υψηλή έννοια και τον ανάλογο τόνο.
Τι σχέση έχει αυτό με τα Λατινικά. Επιφανειακά καμία, ουσιαστικά μεγάλη. Πρέπει να πάψει η παιδεία μας να επικεντρώνει στον ωφελιμισμό. Πρέπει να δίνει κάτι παραπάνω. Ίσως όχι Λατινικά, αλλά έστω όλα τα υπόλοιπα. Δεν μπορεί η όλη εκπαιδευτική διαδικασία από την Πρώτη Δημοτικού να στοχεύει μόνο στην προγύμναση της Τρίτης Λυκείου για την επιτυχία στην Ανώτατη Σχολή. Κυρίως πρέπει να δίνει όλα τα υπόλοιπα...]