Μια κρίση δίχως επιστροφή
Ένας κύκλος που, σε συνθήκες κρίσης της αμερικανικής ηγεμονίας και της παραδοσιακής διαχείρισης της ελληνικής κοινωνίας από τη Δεξιά –η οποία κατέρρευσε με την εθνική καταστροφή της Κύπρου–, επέτρεψε έναν ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων κράτους και «κοινωνίας των πολιτών»· αυτή τη νέα κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα είχαμε χαρακτηρίσει σε ένα βιβλίο μας, του 1982, ως «Μικρομεσαία Δημοκρατία»: Το κράτος ανέλαβε να υποκαταστήσει το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο και να απαντήσει στην καταπληκτική ζήτηση δημοκρατίας και ελευθερίας που αναδυόταν από την ελληνική κοινωνία. Και η απάντησή του δεν μπορούσε παρά να σφραγίζεται από τη λογική και την ιδεολογία των αριθμητικά και ιδεολογικά κυρίαρχων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Από τη λογική και την ιδεολογία των μικρομεσαίων. Έτσι, η διόγκωση του κράτους δεν θα εξοπλίσει τη χώρα με ένα παρεμβατικό οικονομικά κράτος, που ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο, καθώς εξαφανιζόταν η δασμολογική προστασία με την είσοδο στην ΕΟΚ. Αντίθετα, το κράτος θα γίνει ένα αναποτελεσματικό τέρας, ικανό μόνο να διοχετεύει το κρατικό χρήμα στις τσέπες των ιδιωτών, μικρών και μεγάλων.
Η οικοδόμηση μιας στοιχειώδους κοινωνικής προστασίας δεν θα πραγματοποιηθεί μέσα από μια ανακατανομή των εισοδημάτων υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, αλλά μέσα από τον αυξανόμενο δανεισμό και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Έτσι, μέσα σε μια δεκαετία, από το 1980 στα 1990, το δημόσιο χρέος πέρασε από το 20% του ΑΕΠ στο 100%. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήταν όλοι «ικανοποιημένοι», τόσο τα παρασιτικά μεσαία και ανώτερα στρώματα όσο και ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων, ιδιαίτερα οι λεγόμενοι «μικρομεσαίοι», διότι κανένας δεν εθίγη και όλοι «κέρδισαν». Αυτό ήταν το περιβόητο ΠΑΣΟΚικό «θαύμα».
Στην ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η γενίκευση των μηχανισμών «αναδιανομής», που συγκρότησε η επέκταση της διαφθοράς, η κοινωνικοποίησή της σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι κατασκευάστηκε ένα γενικευμένο κλεπτοκρατικό σύστημα, στο οποίο κυριολεκτικά ταιριάζει ο τίτλος ενός παλιού ιταλικού κινηματογραφικού έργου του Μονιτσέλι, Ο κλέψας του κλέψαντος. Ολόκληρη η δεκαετία 1980-1990 υπήρξε δεκαετία οικονομικής κρίσης, μηδενικής ανάπτυξης ακόμα και πτώσης του ΑΕΠ, φυγής κεφαλαίων και κρίσης του μικρομεσαίου μοντέλου διαχείρισης. Κρίση η οποία θα κορυφωθεί στα 1989-90, με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, το «Ειδικό Δικαστήριο», τον Κοσκωτά και τα «νέα τζάκια» του Γιωργάκη. Η μεταπολίτευση έμοιαζε να τελειώνει με την άνοδο των αντιπάλων της στην εξουσία, με τον Μητσοτάκη να συναντάει τον Φλωράκη!
Η ανάσα της παγκοσμιοποίησης
Ωστόσο, το σύστημα διέθετε στην πραγματικότητα μια ακόμα δεκαπενταετία που θα της την προσφέρει η εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η οικονομική κατάρρευση θα αποφευχθεί από μια νέα έξαρση και διεύρυνση της παρασιτικής «ανάπτυξης».
Πρώτη και αποφασιστική εξέλιξη, η αθρόα είσοδος ενός οιονεί δουλικού εργατικού δυναμικού, την οποία επέτρεψε η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου. Σε όλη τη δεκαετία του ’90, οι Αλβανοί, οι Γεωργιανοί, οι Βούλγαροι, οι Ουκρανές, οι «Ρωσοπόντιοι», θα προκαλέσουν μία βίαιη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους, κατασκευάζοντας μια διπλή αγορά εργασίας. Το ένα μέρος της, που το αποτελούσαν οι Έλληνες, ήταν σχετικά «προστατευμένο». Οι Έλληνες εγκαταλείπουν τις παραγωγικές χειρωνακτικές εργασίες και καταφεύγουν μαζικά στο δημόσιο –ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που διευρύνεται κυρίως προς την τοπική αυτοδιοίκηση, την εκπαίδευση, την υγεία– καθώς και στον τομέα της διασκέδασης και του «ελεύθερου χρόνου», μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες, ξενοδοχεία, «σκυλάδικα». Τη δεύτερη αγορά θα συγκροτήσει η απροστάτευτη και μαύρη εργασία των μεταναστών που θα υποκαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων στη βιομηχανία, την οικοδομή και την αγροτική παραγωγή. Και μάλιστα, μετά το 2000, ένα δεύτερο κύμα φτηνών χεριών θα αρχίσει να συρρέει από την Ασία και την Αφρική.
Δεύτερη εξέλιξη, σωστική για το σύστημα, για το λεγόμενο «μεταπολιτευτικό μοντέλο παραγωγής και συσσώρευσης, υπήρξε η επέκταση της χρηματοπιστωτικής-παρασιτικής φάσης της παγκοσμιοποίησης. Πράγματι, σε όλο τον κόσμο, εγκαθιδρύεται ένα διπλό σύστημα συσσώρευσης, με την παραγωγή να δραπετεύει στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, πράγμα που επέτρεψε μια γενικευμένη μείωση της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων, ενώ το «κέντρο», οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, συγκροτούσαν το χρηματοπιστωτικό επίκεντρο αυτής της νέας παγκόσμιας δυαδικής οικονομίας: Έτσι, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ανεβαίνουν οι ρυθμοί ανάπτυξης, παρόλο που το αμερικάνικο έλλειμμα καλπάζει. Φτηνά κινεζικά προϊόντα και αυξημένα κέρδη των εταιρειών, με την επένδυση στις «αναδυόμενες» οικονομίες, στα ηλεκτρονικά, στη φούσκα του χρηματιστηρίου και ένα τέλει στη «φούσκα» του real estate.
Μέσα σε μια τέτοια παγκόσμια και εγχώρια συγκυρία, η παρασιτική Ελλάδα του Σημίτη και του Κωστάκη Καραμανλή θα κατορθώσει να σκεπάσει κάτω από το χαλί τα δομικά προβλήματα της κρίσης του μοντέλου συσσώρευσης της μεταπολίτευσης με μια επιπλέον παρασιτική φυγή προς τα εμπρός. Η διόγκωση των διεθνών μεταφορών που επέφερε αυτό το μοντέλο της παγκόσμια συσσώρευσης –αλλού η παραγωγή (στην Κίνα) και αλλού η κατανάλωση (στις ΗΠΑ)– ήταν πρωτοφανής. Κατά συνέπεια, πρωτοφανής και η διόγκωση της δραστηριότητας των Ελλήνων εφοπλιστών, καθώς και των εισαγόμενων στην Ελλάδα κεφαλαίων (18 δισ. ευρώ το 2008), τα οποία επενδύονταν στις τράπεζες, στα ποικίλα εμπορικά κέντρα (το Mall το έφτιαξε ο Λάτσης), στην πολυτελή κατανάλωση και τις βίλες. Ανάλογη ήταν και η διόγκωση των τουριστικών ρευμάτων από τα οποία θα επωφεληθεί εν μέρει και η Ελλάδα (17 δισ. ευρώ τουριστικό συνάλλαγμα το 2008). Τέλος, οι κατασκευές και τα δημόσια έργα (με πιο εξωφρενική περίπτωση εκείνη των Ολυμπιακών) ολοκλήρωσαν το μοντέλο της καταναλωτικής ευωχίας, που κυριαρχούσε στην Ελλάδα, με συνέπεια, το 2008, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας (λίγο πάνω από τα 30.000 ευρώ) να ξεπερνάει κατά τι εκείνο της Ιταλίας.
Μια κρίση δίχως επιστροφή
Ωστόσο, αυτό το μοντέλο, για να συνεχίζεται, προϋπέθετε την απρόσκοπτη και διευρυνόμενη αναπαραγωγή των μηχανισμών της δυϊστικής παγκόσμιας αγοράς. Όταν αυτοί εισήλθαν στη θανάσιμη αγωνία τους, με την κρίση του 2008, που σηματοδοτεί το τέλος της «αμερικανικής» περιόδου της παγκοσμιοποίησης (όπως ο πόλεμος του 1914 είχε σημάνει το τέλος της «αγγλικής» περιόδου 1890-1914, της περιβόητης belle époque), τότε σήμανε και η ώρα της κρίσης για το «ελληνικό» παρασιτικό μοντέλο συσσώρευσης. Και πλέον δεν υπάρχει οδός διαφυγής. Τα χρέη και το έλλειμμα, που στο παρελθόν «εξυπηρετούνταν» μέσω της αέναης αναχρηματοδότησής τους, δια του δανεισμού, δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν. Η είσοδος νέων μεταναστών δεν γίνεται πλέον εύκολα ανεκτή από την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα από τα μικρομεσαία στρώματα, εξ αιτίας της αυξανόμενης ανεργίας, εγκληματικότητας και ανομίας, καθώς και του αυξανόμενου κόστους της κοινωνικής διαχείρισης της μετανάστευσης. Όσο για το συνολικό μοντέλο συσσώρευσης, έχει εισέλθει σε μια κρίση δίχως επιστροφή. Μπαίνουμε σε μία περίοδο της παγκόσμιας οικονομίας κατά την οποία η οικονομία θα «επιστρέψει» στο εθνικό και το υπερεθνικό περιφερειακό πεδίο Είναι χαρακτηριστικό ότι, ήδη το 2009, μέσα σε ένα χρόνο, οι εισαγωγές της Ελλάδας έπεσαν από τα 60 δισ. ευρώ στα 40 δισ.! Πρόκειται για μια συρρίκνωση χωρίς προηγούμενο μετά το… 1930. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει πλέον κανένα –προβλέψιμο τουλάχιστον– περιθώριο αναπαραγωγής του μοντέλου της «μικρομεσαίας δημοκρατίας». Οι ίδιοι οι «μικρομεσαίοι», οι οποίοι ανέλαβαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 να διαχειριστούν την κρίση της ελληνικής κοινωνίας, μετά την εθνική καταστροφή του 1974 στην Κύπρο, καλούνται τώρα να διαχειριστούν την ίδια τους τη συρρίκνωση. Να αποδεχτούν τη μείωση των εισοδημάτων τους, την επέκταση του εργάσιμου χρόνου, την κατακρεούργηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, για τους ίδιους και όχι μόνο για τους μετανάστες.
Ακόμα, οι μετανάστες, από απλοί είλωτες, θα μεταβληθούν σε όπλο για να συρρικνωθούν και τα δικαιώματα των Ελλήνων. Σε αυτό εξ άλλου στοχεύει η φυγή προς τα μπρος της κυβέρνησης Παπανδρέου του Μικρού, με το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια, που θέλει να μεταβάλει σε μόνιμους παρίες τους ξένους εργάτες, να διαλύσει ανεπανόρθωτα τη συνοχή των εργαζομένων, με εθνοτικές διαιρέσεις, και να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο και την ανεργία για τους ντόπιους. Γι’ αυτό, και όχι μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους, επείγεται τόσο η κυβέρνηση των ανικάνων και το κεφάλαιο που την στηρίζει. Η διάλυση της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας είναι προϋπόθεση για τη μακροημέρευση της κυριαρχίας των παρασιτικών αφεντάδων της χώρας μας. Πριν σχεδόν τριάντα χρόνια, όταν το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία, γράφαμε στο βιβλίο Μικρομεσαία Δημοκρατία:
Η μικρομεσαία δημοκρατία παύει πια να είναι απλά ένα διαφημιστικό σλόγκαν και, από τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, τον αντιμονοπωλιακό ιμπεριαλισμό των «λαϊκών συγκεντρώσεων», την καθημερινή εξαχρείωση του Τύπου της μεταπολίτευσης, περνάει στα υπουργεία, την τηλεόραση, τον κρατικό μηχανισμό. Πρόκειται για την «ιστορική νίκη των μικρομεσαίων», και, όπως δείχνουμε παρακάτω, για μια κωμικοτραγική πανουργία της ιστορίας. Ήδη, η εξουσία απαίτησε τη μεταβολή του ζιβάγκο σε φράκο. Η διαχείριση ενός καπιταλισμού σε κρίση, που χρειάζεται ριζικά φάρμακα και την πραγμάτωση ενός άλματος στη συσσώρευση, δημιουργεί τεράστιες ανάγκες. Ανάγκες για λιτότητα, παραγωγικότητα, χτύπημα του παρασιτισμού, δηλαδή χτύπημα των μικρομεσαίων. Το ζήτημα είναι η προσπάθεια κατάκτησης της συναίνεσης των ίδιων των μικρομεσαίων και των λαϊκών μαζών στις ανάγκες του εκσυγχρονισμού, και γι’ αυτό και η άνοδος τους στην «εξουσία», γι’ αυτό και η μεταβολή του κράτους σε κοινωνικό κράτος, δηλαδή σε ένα κράτος με αυξημένο τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, των συνδικάτων, των συντεχνιών κλπ., έτσι ώστε οι ίδιοι οι μικρομεσαίοι να καμφθούν από μόνοι τους μπρος στις ανάγκες του εκσυγχρονισμού, να γίνουν οι ίδιοι φορείς της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτό ακριβώς είναι το σύγχρονο νόημα της «μικρομεσαίας δημοκρατίας»1.
Αν και τότε δεν φανταζόμαστε βέβαια πως η εκπλήρωση αυτής της πρόβλεψης θα απαιτούσε σχεδόν τριάντα ολόκληρα χρόνια και όχι δέκα, όπως έδειχνε η κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1980: Η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου και η έκρηξη της παγκοσμιοποίησης πρόσφεραν σχεδόν μια εικοσαετία ακόμα χρόνο ζωής στο «μοντέλο».
Η ατυχής επιβεβαίωση της πρόβλεψης
Και η ελληνική κοινωνία βγαίνει απολύτως εξουθενωμένη και έτοιμη να αποδεχτεί τη δαμόκλειο σπάθη των αγορών, της Γερμανίας και του ΔΝΤ. Το 60 ή 65% των Ελλήνων στηρίζουν τον Γιώργο και την οικονομική πολιτική του, διαβάζουμε στις δημοσκοπήσεις του Φεβρουαρίου, ενώ πάρα πολλοί κρίνουν «ανεπαρκή» τα μέτρα! Και όμως, η ανικανότητα αυτής της κυβέρνησης είναι τόσο μεγάλη ώστε επιδείνωσε σε τεράστιο βαθμό την κρίση, φουσκώνοντας το έλλειμμα του 2009 και αποστέλλοντας τα πιο αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα στις «αγορές». Λέγαμε το 1982 πως «οι ίδιοι οι μικρομεσαίοι θα καμφθούν από μόνοι τους μπρος στις ανάγκες του εκσυγχρονισμού». Αλλά ποιος μπορούσε να φανταστεί τη λαίλαπα που χρειάστηκε γι’ αυτό. Πως θα έπρεπε, από τα αντάρτικα, να περάσουν στον Ρουβά και τον Καρβέλα· από το Ποντίκι, στο Κλικ, το Athens Voice και την Espresso· από το «βυθίσατε το Χόρα» στην παράδοση του Οτσαλάν, τα Ίμια, και τους τεμενάδες στον Ερντογάν· από τον Μακάριο, στην αποκρουστική μορφή του δίδυμου τέρατος Χριστόφια-Αναστασιάδη· από τον Δημήτρη Ρόκο, ως γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, στη Θάλεια Δραγώνα. Από την ύπαρξη ενός δυναμικού εργατικού κινήματος στην οικοδομή και τα εργοστασιακά σωματεία, στην ολοκληρωτική διάλυση του συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα, μέσω της χρήσης των μεταναστών. Και, τέλος, στη συρρίκνωση του αγροτικού τομέα και τη μεταβολή ενός μεγάλου μέρους των αγροτών σε δουλοκτήτες Πακιστανών και Ρουμανοτσιγγάνων. Ότι θα έπρεπε οι Έλληνες να πάψουν να είναι οι ίδιοι μετανάστες μακριά από την πατρίδα τους, όπως συνέβαινε για αιώνες τώρα, και να αποκτήσουν εν πολλοίς ψυχολογία δουλοκτητών. Πως θα έπρεπε να κτίσουν όλοι από κάποιο αυθαίρετο και να έχουν ή να εποφθαλμιούν ένα 4Χ4 3.500 κυβικών. Πως θα έπρεπε στα Πανεπιστήμια της χώρας να διδάσκεται ο απόλυτος ατομικισμός των «ατομικών δικαιωμάτων» και να λοιδορείται η Επανάσταση του ’21 και ο Κολοκοτρώνης. Πως θα καταγγέλλονταν ο Θεοδωράκης, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ως νεκρόφιλοι, εθνικιστές και «πρωτο-φασίστες». Πως τα κινήματα αμφισβήτησης και αντίστασης, που οικοδόμησαν τα Εργοστασιακά Σωματεία στη δεκαετία του 1970, θα υποκαθιστούνταν από συμμορίες πλιατσικολόγων, ενώ η διεκδίκηση της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης θα μεταβαλλόταν στην ασυδοσία των νταβατζήδων της τηλεόρασης. Πως θα ’πρεπε να διαλυθούν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και ο αγροτικός συνδικαλισμός να προβάλλει ως μοναδικό του αίτημα την ιαχή «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική προϋπόθεση για τη μεταστροφή των μικρομεσαίων από τα θολά, αλλά πάντως αυθεντικά, πατριωτικά και κοινωνιστικά πρότυπα της δεκαετίας του 1970, προς αυτή τη νέα ιδεολογία του εαυτούλη, φοβισμένου καρπαζοεισπράκτορα των αγορών και των απογόνων των ναζί, υπήρξε αυτή η καταπληκτική εκχέρσωση της κοινωνίας και του φαντασιακού της. Γι’ αυτό και εξεπλάγησαν όλοι εκείνοι που πίστευαν σε κάποια γενικευμένη αντίδραση στα νέα μέτρα του Γεωργίου του Μικρού. Όλοι εκείνοι που περίμεναν έναν «λαϊκό Φλεβάρη» να έλθει ως συνέχεια του «νεολαιίστικου Δεκέμβρη», χωρίς να αντιληφθούν ότι ακριβώς η ύπαρξη εκείνου του Δεκέμβρη, με τη μορφή που πήρε και τις βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις που δημιούργησε, αποτέλεσε εμπόδιο και όχι «γενική επανάληψη» για την όποια λαϊκή αντίδραση στα πιο αντιλαϊκά μέτρα που έχει πάρει ποτέ κυβέρνηση τα τελευταία εξήντα χρόνια. [Ας ρωτήσουν και τον ΣΥΡΙΖΑ και τον μεγάλο «ηγέτη» Αλαβάνο που, ενώ θεωρούσαν τον Δεκέμβρη ως το μεγάλο τους εφαλτήριο, βρέθηκαν μπροστά στο Βατερλώ τους].
Με τη μορφή της «ανάπτυξης» που ακολουθήθηκε, υπονομεύτηκαν τα κοινωνικά υποκείμενα και το συλλογικό ήθος που θα μπορούσαν να αντιταχθούν σε αυτή τη νέα πολιτική. Η εργατική τάξη πολυδιασπάστηκε και έπαψε να υπάρχει ως ουσιαστικό πολιτικό υποκείμενο – χαρακτηριστική είναι η εικόνα του κόμματος που ισχυρίζεται ότι την εκπροσωπεί. Οι αγρότες φθάρηκαν ανάμεσα σε επιδοτήσεις, σκυλάδικα και αριθμητική συρρίκνωση. Οι διανοούμενοι, το πιο εκμαυλισμένο και παγκοσμιοποιημένο στρώμα της ελληνικής κοινωνίας, ταξιδεύει ανάμεσα στη μεταμοντέρνα «τέχνη» των πτωμάτων και τον Μαζάουερ.
Και είναι πολλοί, παρά πολλοί εκείνοι οι συμπολίτες μας που έχουν φθαρεί τόσο πολύ οι ίδιοι, από τη μικροκλοπή, τη μικροδιαφθορά, τη λούφα, την ιδιώτευση, ώστε δίνουν carte blanche σε μια ανίκανη κυβέρνηση, δεδομένου ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Δεδομένου ότι το πολιτικό σύστημα και το σύστημα των ελίτ δεν παράγει καμία δυνατότητα διεξόδου. Και έτσι ξεχνούν πως όσο και αν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι, που αφέθηκαν, δεν παύει το ψάρι να βρωμάει από το κεφάλι. Και από εκεί θα έπρεπε να ζητήσουν λογαριασμό. Όμως, η κοινωνικοποίηση της διαφθοράς δημιούργησε μια περίεργη κοινωνική συνενοχή, «φταίμε όλοι», και λαός και Κολωνάκι, γι’ αυτό, ας πληρώσουμε όλοι! Δηλαδή, ας πληρώσουν πρώτα απ’ όλους οι λιγότερο υπεύθυνοι!
Έτσι ολοκληρώθηκε το «ρηθέν», δηλαδή πως οι «μικρομεσαίοι» δια του κόμματός τους ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τον αυτοχειριασμό τους. Όλοι ζήσαμε την αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να προχωρήσει ακόμα και σε μέτρα πολύ ηπιότερα από τα σημερινά. Και αν αποτολμούσε να τα πάρει, θα σηκώνονταν και οι πέτρες. Διότι, όπως τόσες φορές έχουμε εξηγήσει, το κοινωνιολογικό βάρος των μικρομεσαίων στρωμάτων παραμένει εξαιρετικά ισχυρό στην Ελλάδα και τη συρρίκνωσή τους μπορεί να την επιτύχει μόνο ένα δικό τους κόμμα!
Για το χειρότερο και το καλύτερο
Ωστόσο, η κρίση αποτελεί πάντα και μία τομή. Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Στο άμεσο μέλλον προς το χειρότερο, αυτό είναι προφανές, διότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Η αμερικανοδανική κυβέρνηση θα επιδιώξει, με το πρόσχημα της μειωμένης κυριαρχίας, λόγω της κρίσης, να περάσει όσα περισσότερα μπορεί, με την Τουρκία, το Κυπριακό, τα Σκόπια, το μεταναστευτικό. Και προφανώς, το κοινωνικό πεδίο θα σκοτεινιάσει ακόμα περισσότερο.
Ταυτόχρονα όμως είναι και ευκαιρία. Διότι απεδείχθη, και πολύ σύντομα, πως οι τεμενάδες του «Προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς» ελάχιστα ενδιαφέρουν τις «αγορές» και τις Βρυξέλλες. Και αμέσως μετά το φιάσκο των Βρυξελλών ταξίδευσε προς τη Μόσχα! Διότι, άσχετα από τις εμμονές και τις δεσμεύσεις του Αμερικανο-δανού, είναι υποχρεωμένος να διαχειριστεί μια κρίση, στη διάρκεια της οποίας όλοι οι «φίλοι» του τον πούλησαν ξεδιάντροπα. Οι Αγγλο-αμερικάνοι προκάλεσαν την κρίση, με στόχο όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και το ευρώ, ενώ οι Γερμανοί τον παρέδωσαν στο Δ.Ν.Τ. Τι να κάνει λοιπόν, είναι υποχρεωμένος με βαριά καρδία να τραβήξει «οδοιπόρος» για τη Μόσχα.
Είναι μια ευκαιρία, μεσοπρόθεσμα, ν’ αρχίσουν οι Έλληνες να έρχονται στα συγκαλά τους. Να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη για συλλογικές λύσεις, για επιστροφή στην παραγωγή, για επιστροφή στην παράδοσή τους· «παραδόξως», αυτές οι δύο κινήσεις συμβαδίζουν και μόνον εκσυγχρονιστές τύπου Σημίτη δεν το κατανοούν, οι οποίοι υποτίθεται πως επεδίωκαν τη στροφή προς την παραγωγή, την ίδια στιγμή που διέλυαν το ηθικό της υπόβαθρο, δηλαδή την αγάπη για την πατρίδα, το έδαφος, τον τόπο, την παράδοση. Οι πρώτες μεγάλες μάχες θα δοθούν σε δύο πεδία, εκείνο της εξωτερικής πολιτικής και το πεδίο του πολιτισμού, της ταυτότητας, της παράδοσης, διότι εκεί μπορούν πιο εύκολα και πιο σύντομα να κινητοποιηθούν οι πολίτες, δοθέντος μάλιστα ότι η παρούσα κυβέρνηση περιλαμβάνει στο εσωτερικό της, και από κεκτημένη ταχύτητα, το μεγαλύτερο ποσοστό εθνομηδενιστών, ξεπερνάει ακόμα και εκείνη του Σημίτη.
Μεσοπρόθεσμα, θα ενισχυθούν οι τάσεις για επιστροφή στην παραγωγή, στην περιφέρεια, στην εγκατάλειψη του πιο άθλιου καταναλωτικού μοντέλου που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός, τάσεις που θα ενισχυθούν και από τους περιβαλλοντικούς και οικολογικούς καταναγκασμούς. Οι συνεταιρισμοί θα αρχίσουν να αποτελούν και πάλι ελκυστική και βιώσιμη πρόταση για τους αγρότες και τους βιοτέχνες, ενώ και η βιομηχανική παραγωγή μπορεί ίσως να ανακάμψει.
Βέβαια, σε όλους αυτούς τομείς, μπορεί να συνεχιστούν οι αποσυνθετικές διαδικασίες, και να κατέβουμε και άλλα σκαλιά προς τα κάτω, αν μάλιστα υποστούμε και νέες εθνικές ήττες και ταπεινώσεις. Ωστόσο, με τον ένα ή άλλο τρόπο, θα ενισχυθούν και οι φωνές και οι απόπειρες για μια διαφορετική έξοδο από την κρίση. Πρέπει λοιπόν με επιμονή, αταλάντευτα, να επιμείνουμε άμεσα στις μεγάλες μάχες στο πεδίο της ιδεολογίας, μάχες που θα γίνουν πιο σκληρές και αποφασιστικές, ενώ, παράλληλα, να προετοιμάζουμε το έδαφος για ευρύτερες πολιτικές συγκροτήσεις που μεσοπρόθεσμα θα καταστούν δυνατές, δοθέντος ότι το δίπολο Καρατζαφέρη-ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε κρίση. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ διότι χάνει το έδαφος του προοδευτικού «πολυπολιτισμού» και του εθνομηδενισμού, που του προσέφερε η ακμή της παγκοσμιοποίησης, και η πληθώρα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ο δε Καρατζαφέρης διότι εγκατέλειψε τη λαϊκίστικη λεοντή και, στηρίζοντας ανοικτά τα κατασταλτικά μέτρα του ΠΑΣΟΚ, επιστρέφει στην ακροδεξιά του μήτρα